Με την ακρίβεια
να έχει κάνει άλματα που θα ζήλευαν μεγάλοι πρωταθλητές, τις τιμές των καυσίμων
να καταρρίπτουν το ένα ρεκόρ μετά το άλλο, οι αντοχές των πολιτών έχουν εξαντληθεί.
Στην παραμεθόρια
περιοχή του νομού Έβρου, η κατάσταση είναι εκρηκτική. Καθημερινό είναι πλέον το
φαινόμενο με κατοίκους να μεταβαίνουν σε Βουλγαρία και Τουρκία για να
προμηθευτούν κυρίως φθηνά καύσιμα, αλλά να ψωνίσουν τρόφιμα και άλλα είδη,
καθώς οι τιμές των γειτονικών χωρών με αυτές της Ελλάδας είναι πολύ πιο
χαμηλές.
Η τοπική
οικονομία χαροπαλεύει οικονομικά, το χρήμα εκρέει στο εξωτερικό καθημερινά, η
ανεργία καλπάζει κι δεκάδες επιχειρήσεις απειλούνται άμεσα με λουκέτο.
Η διαφορά στις
οικονομικές συνθήκες είναι εμφανής, αν συγκρίνει κάποιος τους τζίρους της
περιοχής κατά την περίοδο που ήταν κλειστά τα σύνορα ή υπήρχαν περιορισμοί
διέλευσης λόγω της πανδημίας και της έκτακτης κατάστασης με την Τουρκία με τα
γεγονότα του 2020, με την επόμενη κατάσταση που δεν υπάρχουν έλεγχοι και
δεσμεύσεις. Αυτό βέβαια συνεπάγεται λιγότερους φόρους, άμεσους ή έμμεσους και
συνεπώς μειωμένα έσοδα για το κράτος.
Ζούμε σε μια
παγκοσμιοποιημένη κοινωνία όπου συνεχώς περιορίζονται οι φραγμοί κι οι
απαγορεύσεις και οφείλουμε όλοι να προσαρμοζόμαστε. Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι
καταργούνται οι θεσμοί που έχει το κάθε κράτος. Αυτοί οφείλουν να είναι ισχυροί
και ξεκάθαροι.
Η Ελληνική πολιτεία
δυστυχώς ποτέ δεν σχεδίασε μια πολιτική στήριξης των διασυνοριακών περιοχών, οι
οποίες πλήττονται από οικονομική αιμορραγία, εξαιτίας της γειτνίασης με χώρες
οικονομικά πολύ ανταγωνιστικές. Περιορίστηκε απλά κάποιες φορές σε
αποσπασματικές ενέργειες, για να ανακουφίσει προσωρινά την τοπική κοινωνία σε
συγκεκριμένα θέματα.
Είναι αυτονόητο
ότι δεν μπορούν αν υπάρξουν περιορισμοί διέλευσης ή οποιεσδήποτε απαγορεύσεις,
όμως το κράτος οφείλει να λαμβάνει μέτρα για να προστατεύσει τις διασυνοριακές
περιοχές από περίεργες στρεβλώσεις. Το επιχείρημα που χρησιμοποιεί η Κυβέρνηση
έχει καταντήσει «καραμέλα», ότι δηλαδή έχει δεμένα τα «χέρια» της λόγω
ευρωπαϊκών απαγορεύσεων και δεσμεύσεων.
Είναι όμως τα
πράγματα έτσι ή απλώς αυτά μας παρουσιάζουν; Έχει δυνατότητες ελιγμού η
εκάστοτε Κυβέρνηση για να βοηθήσει σ’ αυτή την κατάσταση τους πολίτες ή απλά
αδιαφορεί, θεωρώντας ότι η κοινωνία έχει ακόμη αντοχές;
Ένα εργαλείο που
έχει δυνατότητα να χρησιμοποιήσει το κράτος για να αναστρέψει το αρνητικό
οικονομικό ισοζύγιο, είναι η Ευρωπαϊκή Κοινοτική Οδηγία 96/2003. Σύμφωνα μ’
αυτή την Οδηγία, ένα κράτος–μέλος έχει τη δυνατότητα να θεσμοθετήσει μειωμένη
φορολογία στα ενεργειακά προϊόντα και την ηλεκτρική ενέργεια. Έτσι, ρητά
επιτρέπεται η επιβολή διαφορετικών φορολογικών συντελεστών στα καύσιμα σε
ιδιαίτερες περιπτώσεις, όταν π.χ. ευρωπαϊκές περιοχές συνορεύουν με άλλες που
έχουν εμφανώς χαμηλότερες τιμές. Μάλιστα σύμφωνα με το «πνεύμα» που διαπνέει
την ευρωπαϊκή νομοθεσία, η επιβολή αυτών των χαμηλών συντελεστών, αποτελεί
σχεδόν αυτονόητη πρωτοβουλία των χωρών, εάν θέλουν να στηρίξουν την τοπική
οικονομία αδικημένων περιοχών.
Ο υψηλός ειδικός
φόρος κατανάλωσης καυσίμων που επιβλήθηκε στη χώρα μας ως μέτρο άμεσης
ενίσχυσης των ταμείων, μπορεί να μειωθεί σε παραμεθόριες περιοχές, αρκεί να μην
είναι μικρότερος από τον ελάχιστο που έχει καθοριστεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Μ’
αυτό τον τρόπο θα μειωθεί η τιμή της λιανικής στα καύσιμα και δε θα είναι
δελεαστικό για τους πολίτες να μετακινηθούν για ανεφοδιασμό στις όμορες χώρες.
Θα πρέπει να σημειωθεί
ότι στην Ελλάδα σήμερα, ο Ειδικός Φόρος Κατανάλωσης (ΕΦΚ) στη βενζίνη ανέρχεται
σε 0,70 ευρώ ανά λίτρο ή 700 ευρώ ανά χιλιόλιτρο βενζίνης και είναι ένας από
τους υψηλότερους στην Ευρώπη, ενώ επίσης επιβαρύνεται από έναν υψηλότατο ΦΠΑ
της τάξεως του 24%. Βάσει της κοινοτικής νομοθεσίας, ο ελάχιστος ειδικός φόρος κατανάλωσης
ανά λίτρο βενζίνης είναι το 0,36 ευρώ ανά λίτρο και οι μόνες χώρες που
επιβάλλουν τη μίνιμουμ φορολογία είναι η Βουλγαρία και η Ουγγαρία και
ακολουθούν η Πολωνία και η Ρουμανία με 0,37 ευρώ ΕΦΚ ανά λίτρο βενζίνης. Όλες
οι άλλες χώρες έχουν πολύ ψηλότερο ΕΦΚ, ενώ ο μέσος όρος σε επίπεδο Ε.Ε. είναι
το 0,56 ευρώ ανά λίτρο.
Η Ελλάδα δεν θα
είναι η πρώτη χώρα στην οποία μπορεί να εφαρμοστεί η αντίστοιχη νομοθεσία ως
όπλο κατά του «τουρισμού ανεφοδιασμού» όπως έχει επικρατήσει να αναφέρεται. Το
πρόβλημα αυτό μαστίζει κι άλλες ευρωπαϊκές χώρες και κάποιες από αυτές, όπως η
Ιταλία το έχουν εφαρμόσει εδώ και χρόνια.
Είναι βέβαιο ότι
αυτό το μέτρο θα λειτουργήσει θετικά στην ανάσχεση της μετακίνησης για
«φουλάρισμα», ενώ ταυτόχρονα θα συμβάλλει στις μείωση της κατανάλωσης και σε
άλλα είδη, που λόγω της μετακίνησης, πραγματοποιούνται στις όμορες χώρες.
Επίσης, είναι γεγονός ότι η μείωση των εσόδων από την εφαρμογή της μειωμένης
λιανικής τιμής, θα υπερκαλυφθεί από την αύξηση της κατανάλωσης και ταυτόχρονα
θα ωφεληθεί κι η υπόλοιπη αγορά.
Όλα αυτά όμως
ανάγονται στο αν υπάρχει σχεδιασμός να ληφθούν τέτοιες αποφάσεις για να
ορθοποδήσει η κατακρεουργημένη τοπική οικονομία. Υπάρχει ή όχι πολιτική
βούληση;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου