Κυριακή 31 Ιουλίου 2022

Βάσεις εισαγωγής 2022. Πρώτα η συρρίκνωση, μετά η υποβάθμιση και τέλος το λουκέτο

Η ανακοίνωση των βάσεων εισαγωγής στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα, επιφύλασσε νέες δυσάρεστες εκπλήξεις για όλα τα απομακρυσμένα πανεπιστημιακά τμήματα της χώρας μας και φυσικά σ’ αυτά του Βορείου Έβρου. 
Οι αριθμοί είναι αμείλικτοι και μιλούν από μόνοι τους. Στο Τμήμα Αγροτικής Ανάπτυξης Ορεστιάδας εισάγονται 52 υποψήφιοι των ΓΕΛ, των ΕΠΑΛ και των άλλων κατηγοριών και μένουν κενές 148 θέσεις (ποσοστό 74%). Στο Τμήμα Δασολογίας και Διαχείρισης Περιβάλλοντος και Φυσικών Πόρων εισάγονται 30 υποψήφιοι όλων των κατηγοριών ενώ οι κενές θέσεις θα είναι 150 (ποσοστό 83%). Στη Νοσηλευτική Διδυμοτείχου δεν εισάγεται ούτε ένα νέος φοιτητής από Γενικό Λύκειο, ενώ από τα ΕΠΑΛ και τις υπόλοιπες κατηγορίες εισάγονται συνολικά 21 άτομα, ενώ 100 θέσεις μένουν κενές (ποσοστό 82,65%). Όλα αυτά, χωρίς να γνωρίζουμε τελικά πόσοι από τους παραπάνω θα κάνουν πραγματικά εγγραφή και θα συνεχίσουν τις σπουδές τους. 
Τα πράγματα για τα τέσσερα πανεπιστημιακά τμήματα που λειτουργούν στην Αλεξανδρούπολη (Ιατρικής, Μοριακής Βιολογίας, Παιδαγωγικό και Επιστημών Εκπαίδευσης Προσχολικής Ηλικίας) είναι ενθαρρυντικά, καθώς αυτά εμφανίζουν απόλυτη πλήρωση των θέσεών τους από εισακτέους που τα επέλεξαν. 
Δυστυχώς, η ανεξέλεγκτη, δίχως σχεδιασμό και προγραμματισμό, κατάργηση όλων των τμημάτων ΑΤΕΙ και η κατάταξη τους ως ΑΕΙ, σύμφωνα με το νόμο του ΣΥΡΙΖΑ του κ. Γαβρόγλου, σε συνδυασμό με την καταστροφική πολιτική και τις εμμονές του νόμου της κ. Κεραμέως της κυβέρνησης της ΝΔ, είχαν ως αποτέλεσμα να μείνουν σ’ όλη τη χώρα χιλιάδες θέσεις κενές, ενώ συγκεκριμένα 398 θέσεις κενές στα τμήματα του βορείου Έβρου. Τα δύο τμήματα του ΔΠΘ και το ένα του Διεθνούς Πανεπιστημίου, θα στερηθούν την παρουσία όλων αυτών των φοιτητών και μαθηματικά κάποια στιγμή θα οδηγηθούν σε κλείσιμο, ενώ ταυτόχρονα η τοπική οικονομία και κοινωνία θα συνεχίσει να μαραζώνει.
Αυτή η κατάσταση η οποία επαναλαμβάνεται για δεύτερη χρονιά, επιφέρει νέα συρρίκνωση, η οποία μοιραία θα οδηγήσει αρχικά σε υποβάθμιση και στη συνέχεια σε κλείσιμο των πανεπιστημιακών τμημάτων του Βορείου Έβρου.
Τα ευχολόγια κι οι φιλότιμες προσπάθειες κάποιων που αγωνιούν, κυρίως από τα Πανεπιστήμια, για να προσελκύσουν φοιτητές, δεν αρκούν για να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα το οποίο είναι καθαρά πολιτικό. 
Δε θα αναφερθώ στο ζήτημα της Παιδείας, καθώς γι’ αυτό το θέμα έχω πειστεί ότι αντιμετωπίζεται μόνο με ευρεία συναίνεση, τουλάχιστον των κομμάτων εξουσίας αν όχι όλων, όπου πρέπει να αποφασιστεί και να εφαρμοστεί ένα πολιτικό πλαίσιο για τα επόμενα 20 χρόνια τουλάχιστον και θα έχει ως αφετηρία την Προσχολική Αγωγή ενώ θα καταλήγει στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση.
Θα καταθέσω, όχι την αγωνία μου, αλλά πλέον το φόβο μου, ότι με την πολιτική που ακολουθούν οι κυβερνήσεις εδώ και χρόνια, οδηγούν την περιοχή μας, σε μαρασμό και σε ερημοποίηση.
Δεν είναι φυσικά μόνο το ζήτημα των εισακτέων, αλλά η γενικότερη πολιτική που εφαρμόζεται και σχεδόν σε τίποτα δε διευκολύνει ή ενθαρρύνει τους πολίτες να μείνουν στην περιοχή. Καμιά γενναία μεταρρύθμιση στους τομείς αιχμής της περιοχής, τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Ουδέν κίνητρο αντιμετώπισης των διασυνοριακών προβλημάτων.
Είναι γεγονός ότι οι περισσότεροι, πέρα από την αγάπη για τον τόπο τους, δε βρίσκουν κάποιο άλλο λόγο τόσο ισχυρό για να μείνουν μόνιμα εδώ. Και είναι κρίμα, καθώς οι περισσότεροι άνθρωποι χάνουν τις ελπίδες τους και παίρνουν οριστικές αποφάσεις οι οποίες θα καταστήσουν την αρνητική κατάσταση που θα δημιουργηθεί, μη αναστρέψιμη.

Λευτέρης Χαμαλίδης
Αναπληρωτής Γραμματέας Τομέα Μεταφορών ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ
Υπ. Βουλευτής Έβρου 2019

Πέμπτη 14 Ιουλίου 2022

Υπάρχει πολιτική βούληση κατά του «τουρισμού ανεφοδιασμού»;

 

Με την ακρίβεια να έχει κάνει άλματα που θα ζήλευαν μεγάλοι πρωταθλητές, τις τιμές των καυσίμων να καταρρίπτουν το ένα ρεκόρ μετά το άλλο, οι αντοχές των πολιτών έχουν εξαντληθεί.

Στην παραμεθόρια περιοχή του νομού Έβρου, η κατάσταση είναι εκρηκτική. Καθημερινό είναι πλέον το φαινόμενο με κατοίκους να μεταβαίνουν σε Βουλγαρία και Τουρκία για να προμηθευτούν κυρίως φθηνά καύσιμα, αλλά να ψωνίσουν τρόφιμα και άλλα είδη, καθώς οι τιμές των γειτονικών χωρών με αυτές της Ελλάδας είναι πολύ πιο χαμηλές. 

Η τοπική οικονομία χαροπαλεύει οικονομικά, το χρήμα εκρέει στο εξωτερικό καθημερινά, η ανεργία καλπάζει κι δεκάδες επιχειρήσεις απειλούνται άμεσα με λουκέτο.

Η διαφορά στις οικονομικές συνθήκες είναι εμφανής, αν συγκρίνει κάποιος τους τζίρους της περιοχής κατά την περίοδο που ήταν κλειστά τα σύνορα ή υπήρχαν περιορισμοί διέλευσης λόγω της πανδημίας και της έκτακτης κατάστασης με την Τουρκία με τα γεγονότα του 2020, με την επόμενη κατάσταση που δεν υπάρχουν έλεγχοι και δεσμεύσεις. Αυτό βέβαια συνεπάγεται λιγότερους φόρους, άμεσους ή έμμεσους και συνεπώς μειωμένα έσοδα για το κράτος.

Ζούμε σε μια παγκοσμιοποιημένη κοινωνία όπου συνεχώς περιορίζονται οι φραγμοί κι οι απαγορεύσεις και οφείλουμε όλοι να προσαρμοζόμαστε. Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι καταργούνται οι θεσμοί που έχει το κάθε κράτος. Αυτοί οφείλουν να είναι ισχυροί και ξεκάθαροι.

Η Ελληνική πολιτεία δυστυχώς ποτέ δεν σχεδίασε μια πολιτική στήριξης των διασυνοριακών περιοχών, οι οποίες πλήττονται από οικονομική αιμορραγία, εξαιτίας της γειτνίασης με χώρες οικονομικά πολύ ανταγωνιστικές. Περιορίστηκε απλά κάποιες φορές σε αποσπασματικές ενέργειες, για να ανακουφίσει προσωρινά την τοπική κοινωνία σε συγκεκριμένα θέματα.

Είναι αυτονόητο ότι δεν μπορούν αν υπάρξουν περιορισμοί διέλευσης ή οποιεσδήποτε απαγορεύσεις, όμως το κράτος οφείλει να λαμβάνει μέτρα για να προστατεύσει τις διασυνοριακές περιοχές από περίεργες στρεβλώσεις. Το επιχείρημα που χρησιμοποιεί η Κυβέρνηση έχει καταντήσει «καραμέλα», ότι δηλαδή έχει δεμένα τα «χέρια» της λόγω ευρωπαϊκών απαγορεύσεων και δεσμεύσεων.

Είναι όμως τα πράγματα έτσι ή απλώς αυτά μας παρουσιάζουν; Έχει δυνατότητες ελιγμού η εκάστοτε Κυβέρνηση για να βοηθήσει σ’ αυτή την κατάσταση τους πολίτες ή απλά αδιαφορεί, θεωρώντας ότι η κοινωνία έχει ακόμη αντοχές;

Ένα εργαλείο που έχει δυνατότητα να χρησιμοποιήσει το κράτος για να αναστρέψει το αρνητικό οικονομικό ισοζύγιο, είναι η Ευρωπαϊκή Κοινοτική Οδηγία 96/2003. Σύμφωνα μ’ αυτή την Οδηγία, ένα κράτος–μέλος έχει τη δυνατότητα να θεσμοθετήσει μειωμένη φορολογία στα ενεργειακά προϊόντα και την ηλεκτρική ενέργεια. Έτσι, ρητά επιτρέπεται η επιβολή διαφορετικών φορολογικών συντελεστών στα καύσιμα σε ιδιαίτερες περιπτώσεις, όταν π.χ. ευρωπαϊκές περιοχές συνορεύουν με άλλες που έχουν εμφανώς χαμηλότερες τιμές. Μάλιστα σύμφωνα με το «πνεύμα» που διαπνέει την ευρωπαϊκή νομοθεσία, η επιβολή αυτών των χαμηλών συντελεστών, αποτελεί σχεδόν αυτονόητη πρωτοβουλία των χωρών, εάν θέλουν να στηρίξουν την τοπική οικονομία αδικημένων περιοχών.

Ο υψηλός ειδικός φόρος κατανάλωσης καυσίμων που επιβλήθηκε στη χώρα μας ως μέτρο άμεσης ενίσχυσης των ταμείων, μπορεί να μειωθεί σε παραμεθόριες περιοχές, αρκεί να μην είναι μικρότερος από τον ελάχιστο που έχει καθοριστεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Μ’ αυτό τον τρόπο θα μειωθεί η τιμή της λιανικής στα καύσιμα και δε θα είναι δελεαστικό για τους πολίτες να μετακινηθούν για ανεφοδιασμό στις όμορες χώρες.

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι στην Ελλάδα σήμερα, ο Ειδικός Φόρος Κατανάλωσης (ΕΦΚ) στη βενζίνη ανέρχεται σε 0,70 ευρώ ανά λίτρο ή 700 ευρώ ανά χιλιόλιτρο βενζίνης και είναι ένας από τους υψηλότερους στην Ευρώπη, ενώ επίσης επιβαρύνεται από έναν υψηλότατο ΦΠΑ της τάξεως του 24%. Βάσει της κοινοτικής νομοθεσίας, ο ελάχιστος ειδικός φόρος κατανάλωσης ανά λίτρο βενζίνης είναι το 0,36 ευρώ ανά λίτρο και οι μόνες χώρες που επιβάλλουν τη μίνιμουμ φορολογία είναι η Βουλγαρία και η Ουγγαρία και ακολουθούν η Πολωνία και η Ρουμανία με 0,37 ευρώ ΕΦΚ ανά λίτρο βενζίνης. Όλες οι άλλες χώρες έχουν πολύ ψηλότερο ΕΦΚ, ενώ ο μέσος όρος σε επίπεδο Ε.Ε. είναι το 0,56 ευρώ ανά λίτρο.

Η Ελλάδα δεν θα είναι η πρώτη χώρα στην οποία μπορεί να εφαρμοστεί η αντίστοιχη νομοθεσία ως όπλο κατά του «τουρισμού ανεφοδιασμού» όπως έχει επικρατήσει να αναφέρεται. Το πρόβλημα αυτό μαστίζει κι άλλες ευρωπαϊκές χώρες και κάποιες από αυτές, όπως η Ιταλία το έχουν εφαρμόσει εδώ και χρόνια.

Είναι βέβαιο ότι αυτό το μέτρο θα λειτουργήσει θετικά στην ανάσχεση της μετακίνησης για «φουλάρισμα», ενώ ταυτόχρονα θα συμβάλλει στις μείωση της κατανάλωσης και σε άλλα είδη, που λόγω της μετακίνησης, πραγματοποιούνται στις όμορες χώρες. Επίσης, είναι γεγονός ότι η μείωση των εσόδων από την εφαρμογή της μειωμένης λιανικής τιμής, θα υπερκαλυφθεί από την αύξηση της κατανάλωσης και ταυτόχρονα θα ωφεληθεί κι η υπόλοιπη αγορά.

Όλα αυτά όμως ανάγονται στο αν υπάρχει σχεδιασμός να ληφθούν τέτοιες αποφάσεις για να ορθοποδήσει η κατακρεουργημένη τοπική οικονομία. Υπάρχει ή όχι πολιτική βούληση;